Πρακτικά πρεσβυωπία είναι αυτό που δε μπορείς να διαβάσεις από κοντά μεγαλώνοντας και τεντώνεις τα χέρια προκειμένου να έχεις καλύτερη όραση και ορατότητα (στην προκειμένη περίπτωση). Επιστημονικά είναι η δυσκολία που αποκτάει κανείς στην κοντινή όραση με την πάροδο της ηλικίας, μία διαταραχή της κοντινής όρασης.
Που οφείλεται η πρεσβυωπία
Οφείλεται σ’ έναν άγνωστο μηχανισμό, ο οποίος προσβάλλει την προσαρμογή των ματιών στις απαιτήσεις της κοντινής εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι το άτομο να μη μπορεί να διαβάσει κοντά ή να «περάσει τη βελόνα» ή να δει τον κατάλογο του εστιατορίου ή να δει την ώρα στο ρολόι του.
Πότε έρχεται στη ζωή μας
Η διαταραχή της κοντινής όρασης έρχεται πιο γρήγορα σε ασθενείς με υπερμετρωπία και πιο αργά σε ασθενείς με μυωπία. Στα φυσιολογικά μάτια συνήθως εμφανίζεται στις ηλικίες 40- 45 ετών κι επιδεινώνεται όσο τα χρόνια περνούν μέχρι την ηλικία που θα σταθεροποιηθεί.
Η αντιμετώπιση της πρεσβυωπίας
Βασική θέση στην προσαρμογή της όρασης για κοντά έχει ο φακός του ματιού με τις αλλαγές στο σχήμα του. Γι’ αυτό και η προσαρμογή καταργείται μετά από μια επέμβαση καταρράκτη όπου τοποθετείται στο μάτι τεχνητός φακός. Έτσι συνήθως χρειάζεται ξεχωριστό γυαλί για να διαβάζουμε κοντά.
Στη σύγχρονη οφθαλμολογία όμως έχουν βρεθεί εναλλακτικοί τρόποι να αντιμετωπίζεται αυτό το πρόβλημα σ’ ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών που θέλουν ν’ αποφύγουν τα γυαλιά. Οι τρόποι αυτοί αφορούν ειδικούς ενδοφθάλμιους φακούς (ψευδοπροσαρμοστικούς ή / και πολυεστιακούς) ή και εφαρμογή laser στον κερατοειδή. Η μέτρηση του ενδοφθάλμιου φακού είναι καθοριστική σημασίας. Η πιο ακριβής μέθοδος είναι η οπτική βιομετρία και ακόμα περισσότερο η οπτική βιομετρία νέας γενιάς.
Να τονίσουμε ότι «ότι το γυαλάκι για κοντά» αποτελεί την πιο ασφαλή μέθοδο αντιμετώπισης της πρεσβυωπίας, παρόλο που δε μας αρέσει ιδιαίτερα και γενικά είναι κάπως δύσχρηστο.
Προσοχή! Πριν αποφασιστεί ο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης της πρεσβυωπίας χρειάζεται αναλυτική πληροφόρηση και συζήτηση με τον θεράποντα ιατρό γιατί η θεραπεία εξατομικεύεται. Δηλαδή δεν υπάρχει ένας κοινός κανόνας για όλους τους ασθενείς.